συναναπαύεσθαι

συναναπαύεσθαι
συναναπαύομαι
sleep with
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συναναπαύομαι — ΜΑ αναπαύομαι κοντά σε κάποιον ή μαζί με κάποιον («ἵνα ἔλθω πρὸς ὑμᾱς... καὶ συναναπαύσωμαι ὑμῑν», ΚΔ) μσν. τερματίζω μαζί με κάποιον αρχ. κοιμάμαι μαζί με άλλον ή κοντά σε άλλον (α. «γυναικὶ συναναπαύεσθαι», Διον. Αλ. β. «δεῡρο καὶ συνανάπαυσαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”